ακροβαφής

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροβαφής)
ο λίγο, μόλις βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙ) + -βαφής < βάπτω.