ἀκροβαφής

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβᾰφής Medium diacritics: ἀκροβαφής Low diacritics: ακροβαφής Capitals: ΑΚΡΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: akrobaphḗs Transliteration B: akrobaphēs Transliteration C: akrovafis Beta Code: a)krobafh/s

English (LSJ)

ἀκροβαφές, tinged at point or slightly, AP6.66 (Paul. Sil.); wetting feet or tip of garment only, Nonn. D.1.65, 48.339.

Spanish (DGE)

(ἀκροβᾰφής) -ές
mojado ligeramente καλάμων ἀ. ἀκίδας AP 6.66 (Paul.Sil.), el borde de un vestido, Nonn.D.1.65, 48.339, χείλεα AP 5.251 (Iren.).

German (Pape)

[Seite 82] ές, oben eingetaucht, καλάμων ἀκίδες P. Sil. 52 (VI, 66); ταῦρος, der leicht hinschwimmende, Nonn. D. 1, 65; gefärbt, χείλεα Iren. 3 (V, 251).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 dont l'extrémité seule est mouillée;
2 qui rase la surface de l'eau.
Étymologie: ἄκρος, βάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβᾰφής:
1 слегка или сверху смоченный (καλάμων ἀκίδες Anth.);
2 слегка окрашенный (χείλεα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβᾰφής: -ές, βεβαμμένος τὴν ἄκραν ἢ ὀλίγον, Ἀνθ. Π. 6. 66. ΙΙ. διατρέχων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος, Νόνν. Δ. 1, 65.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροβαφής)
ο λίγο, μόλις βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -βαφής < βάπτω.

Greek Monotonic

ἀκροβᾰφής: -ές (βαφή), χρωματισμένος, βαμμένος στην άκρη ή λίγο, σε Ανθ.

Middle Liddell

βαφή
tinged at the point, Anth.