ακροβελής

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

ἀκροβελής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που έχει μυτερό άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -βελής < βέλος.