ακόντισμα

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀκόντισμα) ἀκοντίζω
νεοελλ.
1. το ρίξιμο του ακοντίου
2. το ακόντιο ως αγώνισμα
αρχ.
1. η απόσταση που διανύει το ριπτόμενο ακόντιο
2. το ίδιο το ακόντιο
3. στον πληθ. τὰ ἀκοντίσματα
οι ακοντιστές.