το (Α ἀκόντισμα) ἀκοντίζωνεοελλ.1. το ρίξιμο του ακοντίου2. το ακόντιο ως αγώνισμααρχ.1. η απόσταση που διανύει το ριπτόμενο ακόντιο2. το ίδιο το ακόντιο3. στον πληθ. τὰ ἀκοντίσματαοι ακοντιστές.