αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
-ον (Α ἁλίβρεκτος)ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω].