εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
1. (για απόσταση) πέφτω αλάργα, μακριά2. (για χρόνο) πέφτω κατά αραιά διαστήματα («ακούω ντουφεκιές ν’αλαργοπέφτουν»).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάργα + πέφτω].