αλαργοπέφτω

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

1. (για απόσταση) πέφτω αλάργα, μακριά
2. (για χρόνο) πέφτω κατά αραιά διαστήματα («ακούω ντουφεκιές ν’αλαργοπέφτουν»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάργα + πέφτω].