αλάργα

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

και αλάργου επίρρ.
1. (για απόσταση) μακριά, από μακριά
2. (για χρόνο) σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου κάπου, σιγά σιγά
3. Ναυτ. ανοιχτά του πελάγου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. Επιρρ. φράση alla larga «στο ανοιχτό πέλαγος».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργαθε, αλαργένω, αλαργεύω, αλαργιά, αλαργινός, αλάργος, αλαργωπός.
ΣΥΝΘ. αλαργοξορίζω, αλαργοπέφτω, αλαργοσβήνω, αλαργοφάνταχτος].