αλάργα
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Greek Monolingual
και αλάργου επίρρ.
1. (για απόσταση) μακριά, από μακριά
2. (για χρόνο) σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου κάπου, σιγά σιγά
3. Ναυτ. ανοιχτά του πελάγου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. Επιρρ. φράση alla larga «στο ανοιχτό πέλαγος».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργαθε, αλαργένω, αλαργεύω, αλαργιά, αλαργινός, αλάργος, αλαργωπός.
ΣΥΝΘ. αλαργοξορίζω, αλαργοπέφτω, αλαργοσβήνω, αλαργοφάνταχτος].