αλαργωπός

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

-ή, -ό αλάργα
αυτός που βρίσκεται λίγο μακριά, ο κάπως αλαργινός.