αλειμματώδης

Greek Monolingual

-ες (Α ἀλειμματώδης) ἄλειμμα
ο όμοιος με άλειμμα, με αλοιφή
νεοελλ.
αυτός που περιέχει πολύ λίπος, πολύ παχύς, λιπαρός.