ἀλειμματώδης

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλειμματώδης Medium diacritics: ἀλειμματώδης Low diacritics: αλειμματώδης Capitals: ΑΛΕΙΜΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: aleimmatṓdēs Transliteration B: aleimmatōdēs Transliteration C: aleimmatodis Beta Code: a)leimmatw/dhs

English (LSJ)

ἀλειμματῶδες, unctuous, Hp.Steril.235.

Spanish (DGE)

-ες
oleoso, untuoso ἀλειμματῶδες ποιέειν Hp.Steril.235.

German (Pape)

[Seite 91] ες, salbenartig, Hinpoer.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλειμματώδης: -ες, (εἶδος), ἀλείμματι ὅμοιος, ὅμοιος πρὸς ἀλοιφήν, Ἱππ. 685.16.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀλειμματώδης) ἄλειμμα
ο όμοιος με άλειμμα, με αλοιφή
νεοελλ.
αυτός που περιέχει πολύ λίπος, πολύ παχύς, λιπαρός.