αλευροσκούληκο

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

το Ζωολ.
κοινή ονομασία της προνύμφης (κάμπιας) του εντόμου Tenebrio molitor (οικογένεια Tenebrionidae). To είδος Tenebrio molitor, πλατιά διαδεδομένο, ζει μέσα σε άλευρα, πίτουρα κ.λπ. και η ονομασία του δικαιολογείται από τις νυχτόβιες συνήθειες του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + σκουλήκι].