αληθογνωσία

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

η (Α ἀληθογνωσία)
η γνώση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -γνωσία (< -γνωτος < γιγνώσκω)].