αληθογνωσία
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
η (Α ἀληθογνωσία)
η γνώση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -γνωσία (< -γνωτος < γιγνώσκω)].