ἀληθογνωσία

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

German (Pape)

[Seite 94] ἡ, Erkenntniß der Wahrheit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθογνωσία: ἡ, (γνῶναι) γνῶσις τῆς ἀληθείας, Διον. Ἀρεοπ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
conocimiento de la verdad c. gen. subjet. τῶν Χριστιανῶν Dion.Ar.DN 7.4.

Greek Monolingual

η (Α ἀληθογνωσία)
η γνώση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + -γνωσία (< -γνωτος < γιγνώσκω)].