αλητεία

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

η (Α ἀλητεία) ἀλητεύω
νεοελλ.
(με μειωτική σημασία) συνεχής και άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αγυρτεία
αρχ.
περιπλάνηση, περιδιάβαση.