ζέση
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
Greek Monolingual
η (AM ζέσις) ζέω
1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.)
2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «(οργή) ζέσις τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «βαθμός ζέσεως» — ο ζεσιγόνος βαθμός
μσν.
(για συναισθήματα) εκτίμηση, αγάπη
μσν.-αρχ.
έντονη οργή, αγανάκτηση, έξαψη.