ἁλίειος
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
α, ον, fisher's, τέχνη Alcid.Od.12.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
propio de la pesca τέχνη Alcid.2.12.
Greek Monolingual
ἁλίειος, -α, -ον (Α) ἁλιεύς
αλιευτικός, του ψαρά.