αλιτρόβιος

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ἀλιτρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει βίο αμαρτωλό, ανόσιος, ανήθικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλιτρός + βίος.