ἀλιτρόβιος

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῑτρόβιος Medium diacritics: ἀλιτρόβιος Low diacritics: αλιτρόβιος Capitals: ΑΛΙΤΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: alitróbios Transliteration B: alitrobios Transliteration C: alitrovios Beta Code: a)litro/bios

English (LSJ)

ἀλιτρόβιον, living wickedly, Nonn. D. 12.72.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
pecaminoso, censurable ὑμέναιος Nonn.D.12.72, κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.15.19
subst. ἦμαρ ἀλιτροβίων día de los pecadores Gr.Naz.M.37.1288.

German (Pape)

[Seite 99] sündlich lebend, Nonn. D. 12, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτρόβιος: -ον, ὁ ζῶν μοχθηρῶς, κακῶς, φαῦλος ἄνθρωπος, Νόνν. Δ. 12. 72.

Greek Monolingual

ἀλιτρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει βίο αμαρτωλό, ανόσιος, ανήθικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτρός + βίος.