αλληλεγγυώμαι
From LSJ
Greek Monolingual
και αλληλο- αλληλέγγυος
γίνομαι αλληλέγγυος με κάποιον έναντι τρίτου, συνομολογώ με κάποιον ενοχική ή άλλη υποχρέωση έναντι τρίτου.
και αλληλο- αλληλέγγυος
γίνομαι αλληλέγγυος με κάποιον έναντι τρίτου, συνομολογώ με κάποιον ενοχική ή άλλη υποχρέωση έναντι τρίτου.