αλλοτινός

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό άλλοτε
αυτός που ανήκει σε άλλη εποχή, παλαιός.