αλοιφάτος
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
-η, -ο αλοιφή
(για πήλινα αγγεία) αυτός που επιχρίεται με αλοιφή για την απόφραξη τών πόρων του.