αλσόπολη

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

(-ις), η
πόλη που έχει πολλά άλση ή που βρίσκεται μέσα σε άλση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλσος + πόλη].