αλυχτομανιό
From LSJ
Greek Monolingual
το
το αλυχτομανητό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυχτομανώ + κατάλ. -ιό (πρβλ. γυναικομανιό) που δηλώνει πλησμονή, πληθώρα].
το
το αλυχτομανητό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυχτομανώ + κατάλ. -ιό (πρβλ. γυναικομανιό) που δηλώνει πλησμονή, πληθώρα].