αλυχτομανιό

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

το
το αλυχτομανητό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυχτομανώ + κατάλ. -ιό (πρβλ. γυναικομανιό) που δηλώνει πλησμονή, πληθώρα].