ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
(-άω)1. αλυχτώ, γαβγίζω με μανία2. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυχτώ + β΄ συνθ. -μανώ. ΠΑΡ νεοελλ. αλυχτομανητό, αλυχτομανιό].