αλωνάρικος

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Ιούλιο, τον Αλωνάρη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + παραγ. κατάλ. -άρικος].