αμάν
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
Greek Monolingual
επιφών.
εκφράζει: 1. θερμή ικεσία
2. θαυμασμό και έκπληξη
3. αγανάκτηση
4. λύπη, πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ξεν. < τουρκ. επιφών. aman].