χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
ἀμαθύνω (Α) ἄμαθος (ΙΙ)]1. μεταβάλλω κάτι σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω2. (για πρόσωπα) εξοντώνω,3. επικαλύπτω, σκεπάζω.