Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αμαξόβιος
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἁμαξόβιος, -ον) 1. (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την άμαξα και ως κατοικία 2. αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του επάνω σε άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<ἅμαξα+βίος.