αμαξόδρομος
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
Greek Monolingual
ο
αμαξιτός δρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα η αμάξι + δρόμος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοδρομία, αμαξοδρομώ].