ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
-έςο όμοιος προς τον ορυκτό αμίαντο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αμίαντος + -ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. amiant(h)oid].