Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμιαντοειδής

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

-ές
ο όμοιος προς τον ορυκτό αμίαντο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αμίαντος + -ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. amiant(h)oid].