Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ἀμμοδύτης, ο (Α)αυτός που εισδύει στην άμμο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμμος + δύτης «βουτηχτής»].