αμμοδύτης

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

ἀμμοδύτης, ο (Α)
αυτός που εισδύει στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμμος + δύτης «βουτηχτής»].