δύτης

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύτης Medium diacritics: δύτης Low diacritics: δύτης Capitals: ΔΥΤΗΣ
Transliteration A: dýtēs Transliteration B: dytēs Transliteration C: dytis Beta Code: du/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, (δύω) diver, Hdt.8.8; δ. βύθιος Poll.1.97.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ buceador δ. τῶν τότε ἀνθρώπων ἄριστος Hdt.8.8, δ. βύθιος Poll.1.97.

German (Pape)

[Seite 692] ὁ, der Taucher; Her. 8, 8; βύθιος Poll. 1, 97.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
plongeur.
Étymologie: δύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δύτης -ου, ὁ [δύω] duiker.

Russian (Dvoretsky)

δύτης: ου (ῠ) ὁ водолаз Her.

Greek Monolingual

ο (AM δύτης)
κολυμβητής που καταδύεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας για να ανασύρει αντικείμενα από τον βυθό, βουτηχτής.

Greek Monotonic

δύτης: [ῠ], -ου, ὁ (δύω), καταδύτης, βουτηχτής, βατραχάνθρωπος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

δύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (δύω) κολυμβητὴς δυόμενος εἰς τὴν θάλασσαν ἢ τὸ ὕδωρ, Ἡρόδ. 8. 8, Πολυδ. Α', 97.

Middle Liddell

δῠ́της, ου, [δύω]
a diver, Hdt.