βουτηχτής
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
ο βουτώ
1. ο δύτης
2. δύτης ειδικός στη σπογγαλιεία
3. κλέφτης, λωποδύτης
4. όποιος κάνει απρόκλητος άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα.
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ο βουτώ
1. ο δύτης
2. δύτης ειδικός στη σπογγαλιεία
3. κλέφτης, λωποδύτης
4. όποιος κάνει απρόκλητος άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα.