γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-η, -ο αμολάω1. αυτός που αφέθηκε ελεύθερος, δίχως περιορισμό2. χαλαρωμένος, χαλαρός3. (για ζώα) αυτός που δεν είναι περιορισμένος, δεμένος με σκοινί ή αλυσίδα, λυτός.