αμολημένος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αμολάω
1. αυτός που αφέθηκε ελεύθερος, δίχως περιορισμό
2. χαλαρωμένος, χαλαρός
3. (για ζώα) αυτός που δεν είναι περιορισμένος, δεμένος με σκοινί ή αλυσίδα, λυτός.