αμπελοφυτεία

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

η
1. φυτεία, συστάδα κλημάτων, αμπελώνας
2. νεοφύτευτο αμπέλι, φυτεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπέλι + -φυτεία < φυτεία.