αμφίκοιλος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀμφίκοιλος, -ον)
ο κοίλος και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κοῖλος.
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
-η, -ο (ΑΜ ἀμφίκοιλος, -ον)
ο κοίλος και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κοῖλος.