αμφίκοιλος

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀμφίκοιλος, -ον)
ο κοίλος και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κοῖλος.