ἀμφίκοιλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hollowed on both sides, Suid.
II doubly concave, of a curvilinear angle, Procl.in Euc.Def.8p.127F., al.
Spanish (DGE)
-ον
1 doblemente cóncavo γωνίαι ἀ. ángulos opuestos por el vértice Procl.in Euc.127.8, 301.14.
2 ἀ. ξύλον pértiga ahorquillada en sus extremos para transportar pesos, Sud.
German (Pape)
[Seite 140] rings ausgehöhlt, τό, eine Trage, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκοιλος: -ον, ὁ πανταχόθεν κοῖλος, ὁ ὅλως κοῖλος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀμφίκοιλος, -ον)
ο κοίλος και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κοῖλος.