αμφιθυμία

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

Greek Monolingual

η (Ψυχολ.)
η συνύπαρξη δύο αντιθέτων συναισθημάτων, βουλήσεων, συλλογισμών, ορμών σε διάφορες ψυχοπάθειες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < amphithymia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αμφι- + -θυμία < θυμος < αρχ. θυμός «ψυχή, πνεύμα»].