αμφικλύζω

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

ἀμφικλύζω (Α)
περιβρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κλύζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίκλυστος.