περιβρέχω
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
[Seite 571] ringsum benetzen, Sp.
περιβρέχω: ὡς καὶ νῦν, Μανασσ. Ἐρωτ. 4. 9, κτλ.
ΝΜ
βρέχω κάτι ή κάποιον ολόγυρα, από όλες τις πλευρές, ραντίζω, περιρραίνω («μάς περιέβρεξαν τα κύματα»).