αμφιμασχάλια
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
τα
τα κορδόνια που κρεμιούνται από τους ώμους και κάτω από τη μασχάλη στις στολές στρατιωτικών ως διακριτικά ειδικής υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφιμάσχαλος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον Στρατιωτικό Κανονισμό της Πανεπιστημιακής φάλαγγας (1876) για να αποδώσει το γαλλ. aiguillettes].