Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
ἀμφιχέω (Α)
Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω
παθ.
1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού
2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + χέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος.