αμφιχέω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

ἀμφιχέω (Α)
Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω
παθ.
1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού
2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + χέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος.