Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανάβαθος

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

η, -ο βάθος
ο μη βαθύς, αβαθής, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- υποκορ. + βάθος.
ΠΑΡ. αναβαθαίνω].