ἀνάγλυπτος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγλυπτος Medium diacritics: ἀνάγλυπτος Low diacritics: ανάγλυπτος Capitals: ΑΝΑΓΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: anáglyptos Transliteration B: anaglyptos Transliteration C: anaglyptos Beta Code: a)na/gluptos

English (LSJ)

ἀνάγλυπτον, = ἀνάγλυφος (wrought in low relief, carved in bas-relief), γρῦπες SIG996.10 (Smyrna), cf. Plin.HN33.139, Mart.4.39.8.

Spanish (DGE)

-ον
labrado, cincelado τράπεζα ... ἔχουσα πόδας ἀ. γρῦπας SIG 996.10 (Esmirna), cf. IG 22.47.22 (II a.C.), BGU 781.1.2 (I a.C.), Plin.HN 33.139, Mart.4.39.

German (Pape)

[Seite 183] = ἀνάγλυφος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγλυπτος: -ον, = ἀνάγλυφος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 33. 49.

Greek Monolingual

ἀνάγλυπτος, -ον (Α)
ο ανάγλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γλυπτός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγλυπτικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυπτογραφία].