ανάπλεως

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

Greek Monolingual

ἀνάπλεως, -έα, -εων (Α)
βλ. ανάπλεος.