ανάπλεος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

-έα, -εον και αττικός ανάπλεως, -έα, -ων (Α ἀνάπλεος και ἀνάπλεως) πλέως
πλήρης, γεμάτος
αρχ.
μολυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + πλέως (ιων. πλέος < πίμπλημι) «πλήρης, γεμάτος»].