ανάπτυγμα

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source

Greek Monolingual

το
αναπτύσσω
1. έκταση, άνοιγμα, άπλωμα κάποιου πράγματος
2. (στη θεραπευτική γλώσσα το εύρος του μετώπου).