ανάσαση

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

η
ανασασμός, ανάσα, ανακούφιση
«άλλος σου έκλαψε στα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμιά» (Σολωμός).