ανάσαση

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η
ανασασμός, ανάσα, ανακούφιση
«άλλος σου έκλαψε στα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμιά» (Σολωμός).