Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
ο (Μ ἀνασασμός) ανασαίνω1. ανάσα, αναπνοή2. μτφ. ανακούφιση, ξεκούραση.