ανέλπιδος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο χωρίς ελπίδα, εκείνος που δεν ελπίζει πια
2. αυτός που δεν δίνει ελπίδα, απελπιστικός
3. ανέλπιστος, απροσδόκητος.
-η, -ο
1. ο χωρίς ελπίδα, εκείνος που δεν ελπίζει πια
2. αυτός που δεν δίνει ελπίδα, απελπιστικός
3. ανέλπιστος, απροσδόκητος.