ανέλπιδος

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο χωρίς ελπίδα, εκείνος που δεν ελπίζει πια
2. αυτός που δεν δίνει ελπίδα, απελπιστικός
3. ανέλπιστος, απροσδόκητος.